ψάλτης — harper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλτης — ο, θηλ. ψάλτρια, ΝΜΑ, τ. θηλ. και ψάλτρα Ν [ψάλλω] εκκλησιαστικό υπούργημα τού κατώτερου κλήρου τή Ορθόδοξης Εκκλησίας, απονεμόμενο σε ειδικά καταρτισμένους για την εκτέλεση τών εκκλησιαστικών ύμνων πιστούς, ιεροψάλτης νεοελλ. 1. ποιητής που… … Dictionary of Greek
Ψάλτης, Σταμάτιος — (1869 – 1926). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά τις φιλολογικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, πήγε στην Ευρώπη για μετεκπαίδευση και ασχολήθηκε κυρίως με τη γλωσσολογία. Διετέλεσε για μεγάλο διάστημα καθηγητής σε γυμνάσια της χώρας του και… … Dictionary of Greek
Πέτρος Πελοποννήσιος — Ψάλτης και συνθέτης, ο κορυφαίος ίσως εκπρόσωπος της μεταβυζαντινής μουσικής παράδοσης. Τα βιογραφικά του είναι ελάχιστα γνωστά. Καταγόταν πάντως από τη Λακωνία κι εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1764 στην Κωνσταντινούπολη ως δομέστικος του… … Dictionary of Greek
ψάλται — ψάλτης harper masc nom/voc pl ψάλτᾱͅ , ψάλτης harper masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλτῶν — ψάλτης harper masc gen pl ψαλτός sung to the harp fem gen pl ψαλτός sung to the harp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλταις — ψάλτης harper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλτην — ψάλτης harper masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλτου — ψάλτης harper masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλτῃ — ψάλτης harper masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)